- συνεστιάτωρ
- συνεστῐ-άτωρ [ᾱ], ορος, ὁ,A boon-companion, ib.: metaph., Vett.Val.345.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεστιάτωρ — ορος, ὁ, ΜΑ [ἑστιάτωρ] συνδαιτυμόνας, καλεσμένος στο ίδιο τραπέζι με κάποιον άλλον … Dictionary of Greek
συνεστιάτορα — συνεστιάτωρ boon companion masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεστιάτορας — συνεστιάτωρ boon companion masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)